παντοδαπός

παντοδαπός
-ή, -ό / παντοδαπός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.)
2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.)
αρχ.
φρ. «παντοδαπὸς γίγνεται» — παίρνει κάθε είδους σχήματα.
επίρρ...
παντοδαπώς / παντοδαπῶς, ΝΑ
με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + επίθημα -δαπός, άγνωστης ετυμολ., κατά το ἀλλοδαπός (βλ. και λ. αλλοδαπός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παντοδαπός — of every kind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπά — παντοδαπός of every kind neut nom/voc/acc pl παντοδαπά̱ , παντοδαπός of every kind fem nom/voc/acc dual παντοδαπά̱ , παντοδαπός of every kind fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπώτερον — παντοδαπός of every kind adverbial comp παντοδαπός of every kind masc acc comp sg παντοδαπός of every kind neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπόν — παντοδαπός of every kind masc acc sg παντοδαπός of every kind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπώτατα — παντοδαπός of every kind adverbial superl παντοδαπός of every kind neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπώτατον — παντοδαπός of every kind masc acc superl sg παντοδαπός of every kind neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπαῖς — παντοδαπός of every kind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπαῖσι — παντοδαπός of every kind fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπαῖσιν — παντοδαπός of every kind fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοδαπαί — παντοδαπός of every kind fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”